Το διπλό φονικό στο χωριό Βορίζια του νομού Ηρακλείου και ο φόβος για τι μπορεί να επακολουθήσει, επαναφέρει στην επικαιρότητα ένα παρόμοιο τραγικό σκηνικό που η τοπική κοινωνία προσπαθούσε να ξεχάσει, αλλά δυστυχώς θα το επαναλάβει…
Είναι 27 Αυγούστου 1955 όταν το ίδιο χωριό στους πρόποδες του Ψηλορείτη γιορτάζει όπως κάθε χρόνο με πανηγύρι τον άγιο Φανούριο. Ο πληθυσμός του είναι μόλις εκατόνπενήντα οικογένειες οι περισσότερες εκ των οποίων μάλιστα συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους. Στις 10 το βράδυ, ενώ κάτοικοι και επισκέπτες βρίσκονται στο γλέντι, ο 31χρονος Μανούσος πλησιάζει από πίσω τον 38χρονο δασοφύλακα Γιάννη Φ. του τραβά το κεφάλι και με ένα μαχαίρι του κόβει τον λαιμό αφήνοντάς τον αιμόφυρτο και ημιθανή μπροστά στην είσοδο του καφενείου. Για τα αίτια της δολοφονικής επίθεσης υπάρχουν μόνο εικασίες :προσωπικές διαφορές, κόντρα θύματος και θύτη τις προηγούμενες ημέρες ώστε ο δεύτερος να μην κόβει παράνομα δέντρα από το δάσος, μια κουβέντα του πρώτου να μην πάει κόσμος στο διπλανό καφενείο, έχουν ουσιαστικά ελάχιστη σημασία αφού το κακό όχι μόνο έχει γίνει, αλλά ουσιαστικά δεν έχει ακόμα αρχίσει.

Το περιστατικό μεταδίδετε αστραπιαία σε όλο το χωριό και δεν περνάνε ούτε πέντε λεπτά, όταν συγγενείς του δράστη δέχονται επίθεση με όπλα από συγγενείς του θύματος, με ένα 18ρονο να πέφτει νεκρός στο μπαλκόνι του σπιτιού του δεχόμενος σφαίρες στην κοιλιά. Η βεντέτα έχει ξεκινήσει, θύτες και θύματα γίνονται ένα και πλέον είναι αδύνατο να τους ξεχωρίσεις. Την επόμενη ώρα το χωριό μεταβάλετε σε πολεμικό τοπίο και δεκάδες πυροβολισμούς ακούγονται σε κάθε γωνιά του. Λίγο αργότερα τρίτο θύμα βρίσκεται νεκρό μέσα στο δρόμο κτυπημένο από πολυβόλο. Ο αιματηρός παροξυσμός ολοκληρώνεται ελάχιστη ώρα μετά, όταν χειροβομβίδα που πέφτει στο σπίτι του πρώτου θύματος την ώρα που συγγενείς και φίλοι βρίσκονται εκεί για να συμπαρασταθούν στους δικούς του, σκοτώνει τρεις και τραυματίζει περισσότερους. Τελικός απολογισμός της αυτής της δεκαπεντάλεπτης κόλασης, είναι έξι νεκροί και πάνω από δέκα τραυματίες κάποιοι εκ των οποίων θα μείνουν ανάπηροι για την υπόλοιπη ζωή τους.

Τα πρώτα ασθενοφόρα που φτάνουν στο χωριό βρίσκονται μπροστά σε ένα αιματοβαμμένο σκηνικό με νεκρούς, ακρωτηριασμένους, πολυτραυματίες και γυναίκες να ουρλιάζουν. Το χωριό ζώνεται από δυνάμεις της αστυνομίας και του στρατού θυμίζοντας εμπόλεμη ζώνη. Κάποιοι εκ των δραστών έχουν διαφύγει στα βουνά της περιοχής. Ακόμα και έτσι όμως συλλαμβάνονται πάνω από δεκαοκτώ άτομα που οδηγούνται συνοδευόμενα από πανίσχυρη αστυνομική δύναμη στην αστυνομική διεύθυνση Ηρακλείου. Εκτός της αναζήτησης πειστηρίων των εγκλημάτων (πιστόλια, μαχαίρια, χειροβομβίδες), το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν από την πρώτη στιγμή οι έρευνες είναι ο νόμος της σιωπής. Η άρνηση δηλαδή των εμπλεκομένων καθώς και των συχωριανών να πουν ότι γνωρίζουν ή έστω ότι έχουν ακούσει. Αν τα αίτια του αιματηρού γεγονότος είναι σήμερα μετά από 70 χρόνια ασαφή, τότε μπορούμε να φανταστούμε πόσο αόριστα ήταν τότε, οπότε θα αρκεστούμε στο τι έγραφαν τα ρεπορτάζ της εποχής.

Η δίκη ξεκινά στις 15 Ιουνίου 1956 στο Α Κακουργιοδικείο στην οδό Σανταρόζα. και στο ειδώλιο του κατηγορουμένου βρίσκονται έξι άτομα, που κατηγορούνται για έξι δολοφονίες και 14 απόπειρες δολοφονίας. Οι μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης ξεπερνούν τους 50. Εντός της δικαστικής αίθουσας βρίσκονται πάνοπλοι φανεροί και μυστικοί αστυνομικοί, ενώ όλοι οι εισερχόμενοι στην αίθουσα εξετάζονται εξονυχιστικά.
Οι κατηγορούμενοι παρουσιάζονται με παρόμοια αμφίεση. Ανέκφραστοι, με μεγάλα μουστάκια, μαύρα πουκάμισα και μαύρες μπότες. Αντίστοιχα στα μαύρα ρούχα είναι το κοινό της αίθουσας που κατακλύζεται από συγγενείς των θυμάτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε όλη τη διάρκεια της δίκης οι περισσότεροι μάρτυρες μιλούν πολύ γρήγορα και χαμηλόφωνα χρησιμοποιώντας πολλούς τοπικούς ιδιωματισμούς δυσχεραίνοντας έτσι το έργο των παραγόντων της δίκης, που πολλές φορές αναζητούν εναγωνίως μεταφραστή… Οι περισσότεροι μάρτυρες μοιάζουν στην καλύτερη περίπτωση μαγκωμένοι και στη χειρότερη φοβισμένοι να καταθέσουν δημόσια ότι γνωρίζουν, αλλά όσοι το κάνουν δίνουν ανατριχιαστικές περιγραφές όπως :«Τον έπιασε από τα μαλλιά και τον έσφαξε σαν τραγί».

Οι περισσότεροι μάρτυρες αλλάζουν τις αρχικές τους καταθέσεις μιλώντας στο δικαστήριο με γενικότητες όπως «δεν ξέρω, δεν άκουσα, δεν γνωρίζω». Από τον κανόνα δεν ξεφεύγει ούτε ο ιερέας του χωριού με τον πρόεδρο της έδρας να λέει χαρακτηριστικά «Κι ο παπάς φοβάται. Ούτε άκουσε, ούτε είδε, ούτε γνωρίζει τίποτα». Όσοι αναιρούν τις πρώτες καταθέσεις τους επικαλούμενοι τη φόρτιση των στιγμών :«Και νάπα τίποτα ήμουνα βρασμένη, αποθαμένη. Ποιος λαβαίνει θάνατο και δεν τα χάνει».

Στα ποιο ενδιαφέροντα στοιχεία της δίκης είναι η κατάθεση της συζύγου ενός θύματος που λέει πως o άνδρας της είχε βαφτίσει to παιδί του θύτη θέλοντας έτσι να τερματίσει τις διαφορές τους, χωρίς όμως ν’ αναφέρει ποιες ήταν αυτές, και ο ρόλος που έπαιξε το ποτό σε αυτό το δράμα. Έτσι, μαθαίνουμε ότι το μεγαλύτερο τμήμα του ανδρικού πληθυσμού του χωριού βρισκόταν τις επίμαχες ώρες σε κατάσταση μέθης, με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό για την εξέλιξη των πραγμάτων. Ένας εκ των κατηγορουμένων καταθέτει χαρακτηριστικά :«Ως το βράδυ η παρέα μας ήπιε 200 οκάδες κρασί. Αργότερα ήπιαμε και τσικουδιά με τα νεροπότηρα. Επίναμε επί 27 ώρας κρασί και τσικουδιά».

Το δικαστήριο τελικά θα καταδικάσει τρεις κατηγορουμένους σε πολυετείς ποινές κάθειρξης, αλλά ουδείς δεν θα μείνει στη φυλακή πάνω από 15 χρόνια. Ένα χρόνο μετά μάλιστα, ένας εκ των δραστών, Ιωάννης Β, κρίνεται από το Β’ Κακουργιοδικείο ένοχος ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως για το φόνο του Μιχάλη Λεονταταράκη, αλλά αναφέρει ότι βρισκόταν «εν βρασμώ ψυχικής ορμής και με το ελαφρυντικόν της πλήρους συγχύσεως». Έτσι, το δικαστήριο των συνέδρων τον απαλλάσσει ως προς τον φόνο, αλλά του επιβάλλει φυλάκιση τεσσάρων ετών για παράνομή οπλοφορία Ο εισαγγελέας χαρακτηρίζει την απόφαση των ενόρκων «πρωτοφανής και παράλογη που δημιουργεί κίνδυνον διότι οι συγγενείς του φονευθέντος γνωρίζουν ήδη ότι ο Ιωάννης Β. εκρέμασε χωρίς να τιμωρηθεί».
Πηγή: eleftherostypos.gr
Epirusjournal.gr Η καθημερινότητα της Ηπείρου σε ένα site! 