Breaking News
KAKAVIA-ellines-istories

Έλληνες αιχμάλωτοι και απαχθέντες από τον Δ.Σ.Ε. στην Αλβανία μετά τον Εμφύλιο

Πώς βρέθηκαν οι Έλληνες αιχμάλωτοι στην Αλβανία και πού εγκαταστάθηκαν; Η συμπεριφορά του Κ.Κ.Ε. απέναντί τους, οι συνθήκες διαβίωσής τους και ο επαναπατρισμός

Με ένα από τα σχετικά άγνωστα ζητήματα των ελληνοαλβανικών σχέσεων, αυτό των Ελλήνων στρατιωτικών και μη που βρέθηκαν στην Αλβανία μετά τη λήξη του Εμφυλίου ασχολείται ο Σταύρος Γ. Ντάγιος στο συλλογικό βιβλίο «ΜΕΤΑΞΥ ΑΦΟΣΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΧΥΠΟΨΙΑΣ» των εκδόσεων «αλεξάνδρεια» (επιμέλεια Στράτος Ν.Δορδανάς – Βάιος Καλογρηάς – Νίκος Μαραντζίδης). Ήδη, ο Βασίλης Τσακίρογλου αναφέρθηκε γενικά στο περιεχόμενο του βιβλίου, εμείς σήμερα θα εστιάσουμε στο κεφάλαιο που υπογράφει ο Σταύρος Ντάγιος, άριστος γνώστης των γεγονότων στην Αλβανία στα χρόνια του Χότζα και με πολλές αποκαλύψεις από τα κρατικά αλβανικά αρχεία στο ενεργητικό του. Ο κύριος Ντάγιος έχει γράψει και άλλα βιβλία που έχουμε παρουσιάσει σε άρθρα μας. Τον ευχαριστούμε θερμά που μας έδωσε την άδεια να αντλήσουμε στοιχεία για το σημερινό μας άρθρο από το κεφάλαιο του βιβλίου που έχει γράψει ο ίδιος, καθώς και για τις αδημοσίευτες φωτογραφίες που μας έστειλε.

Επαναπατρισμος_προσ_φυγων_Κακαβια

Πώς βρέθηκαν χιλιάδες Έλληνες αιχμάλωτοι στην Αλβανία;

Μετά τη λήξη του Εμφυλίου βρέθηκαν στην Αλβανία χιλιάδες μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), αυτόμολοι, οικειοθελώς «διαρρεύσαντες», όπως γράφει ο Σταύρος Ντάγιος, «ανταρτόπληκτοι», αλλά και εκατοντάδες αιχμάλωτοι αξιωματικοί και στρατιώτες του Εθνικού Στρατού (ΕΣ), απαχθέντες, άμαχοι και ανήλικα παιδιά που μεταφέρθηκαν εκεί βίαια με εντολή της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε. Μάχιμοι και άμαχοι μεταφέρθηκαν στην ενδοχώρα και τακτοποιήθηκαν πρόχειρα. Ο πραγματικός αριθμός τους παραμένει άγνωστος. Ο Iljaz Lumani Αλβανός αξιωματικός για την ασφάλεια της πολιτικής ηγεσίας του Κ.Κ.Ε. κάνει μνεία για 72.230 άτομα, αριθμός υπερβολικός και αυθαίρετος.

Ο Σ. Ντάγιος υπολογίζει ότι συνολικά στην Αλβανία βρίσκονταν περίπου 15.000 Έλληνες στα τέλη του 1949. Ο αριθμός τους δεν ήταν σταθερός και είχε αυξομειώσεις.

Πού εγκαταστάθηκαν οι Έλληνες «πρόσφυγες» στην Αλβανία

Το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης για τους Έλληνες «πρόσφυγες» στην Αλβανία λειτούργησε στις αρχές του 1947 (ως τις αρχές του 1951) στο Πεκίν, κοντά στο Ελμπασάν, όπου παρέμειναν έγκλειστοι 170 Έλληνες. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στη Λούσνια, στο στρατόπεδο του Πλουγκ. Το πρώτο στρατόπεδο αιχμαλωτισθέντων και απαχθέντων στρατιωτικών του ΕΣ λειτούργησε στην τοποθεσία της Βαλίας κοντά στα Τίρανα. Χιλιάδες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στο στρατόπεδο του Burell (Μπουρέλι) στον βορρά (επρόκειτο για μαχητές του ΔΣΕ από τον Γράμμο) και άλλοι στο Ελμπασάν, στην κεντρική Αλβανία (μαχητές του ΔΣΕ από το Βίτσι). Εκατοντάδες νοσούντες, τραυματίες και ψυχικά ασθενείς μεταφέρθηκαν στο γεωργικό συνεταιρισμό Βαλίας, ενώ τα νοσοκομεία της Κορυτσάς και της Μοσχόπολης γέμισαν από τραυματίες.

greqia_sulm_shqiperise1564750968
Το γενικό επιτελείο του ΔΣΕ μεταφέρθηκε προσωρινά στο χωριό Dardhe  (Ντάρδε) της Κορυτσάς και στη συνέχεια μεταφέρθηκε κι αυτό στο Μπουρέλι, ενώ το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε. εγκαταστάθηκε στα Τίρανα υπό συνθήκες περιορισμού και την άνοιξη του 1950 αναχώρησε οριστικά από την Αλβανία. Υπενθυμίζουμε ότι και ο Νίκος Ζαχαριάδης, μετά την ήττα του ΔΣΕ εγκαταστάθηκε στην Αλβανία (ήταν ο πρώτος σταθμός της «περιπλάνησής» του). Η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. εξακολούθησε να πιστεύει σε έναν ακόμα, νέο, γύρο για την κατάκτηση της εξουσίας. Στην απειλή της ελληνικής κυβέρνησης, «Με το χέρι στη σκανδάλη», οι Έλληνες κομμουνιστές απαντούσαν «Με το όπλο παρά πόδα».

Η διαμάχη Χότζα – Ζαχαριάδη και η άποψη της ΕΣΣΔ

Τα κομμουνιστικά κόμματα Ελλάδας και Αλβανίας ήρθαν σε ρήξη το 1949. Ο Χότζα απέστειλε επιστολή στον Στάλιν (αρχές Νοεμβρίου 1949), στην οποία εξέθετε την παραβατική συμπεριφορά των Ελλήνων προσφύγων στην Αλβανία, επισήμαινε ότι οι Έλληνες κομμουνιστές επιθυμούσαν να χρησιμοποιήσουν το αλβανικό έδαφος για τη συνέχιση της, παράνομης, δράσης τους στην Ελλάδα αλλά συγχρόνως οι Έλληνες εγκαλούσαν το Κόμμα Εργασίας της Αλβανίας (ΚΕΑ) ότι είχε διολισθήσει στις θέσεις του Τίτο.

Νικος_Ζαχαριαδης
Νίκος Ζαχαριάδης

Μάλιστα, η ηγεσία της Αλβανίας σκόπευε να απελάσει τον Ζαχαριάδη και όλη την ηγεσία του Κ.Κ.Ε. ως ανεπιθύμητους θεωρώντας ότι κινδύνευε ολόκληρη η Αλβανία, ενώ ο Χότζα σκόπευε να απελάσει και όλους τους Έλληνες πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στη χώρα του μαζί με όλο τον εξοπλισμό του ΔΣΕ, ακόμα και τους ασυρμάτους. Πρώτα, θα τους περιόριζε σε στρατόπεδα μακριά από την ελληνική μεθόριο όπου θα υπήρχε αυστηρός έλεγχος. Στους ανθρώπους του Ζαχαριάδη είχαν επιβληθεί απαγορευτικά μέτρα εξόδου στην Ελλάδα και εισόδου απ’ αυτή, παρά την αντίδραση του ίδιου.

Εξαίρεση αποτελούσαν όσοι αντάρτες που είχαν απομείνει στην Ελλάδα κατέφευγαν στην Αλβανία ζητώντας άσυλο. Η επιστολή Χότζα (Arkivi Qendror i Shtetit, F. 14/AP, V. 1949, D. 3, Fl. 44: Επιστολή του Ενβέρ Χότζα προς την ΚΕ του ΚΚΣΕ, 1 Νοεμβρίου 1949) ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Και μόνο η λέξη «ανεπιθύμητοι» για τους Έλληνες σήμαινε πολλά. Εύστοχα γράφει ο Σ. Ντάγιος: «Εν ολίγοις, η αλβανική ηγεσία θεωρούσε τους αντάρτες ενοχλητικά βαρίδια, οι οποίοι κανένα όφελος δεν απέφεραν στη χώρα».

Ενβερ_Χοτζα
Εμβέρ Χότζα

Οι συνθήκες κράτησης των Ελλήνων ήταν άθλιες. Ιδιαίτερα το Μπουρέλι χρησιμοποιήθηκε ως κολαστήριο για τη συγκάλυψη των διώξεων των πολιτικών διαφωνούντων με την ηγεσία του Κ.Κ.Ε. Μια έρευνα που έγινε από το Κ.Κ.Ε. κατέληξε στο πόρισμα ότι υπεύθυνοι για τις παρανομίες και τις αυθαιρεσίες που έγιναν εκεί ήταν μικρομεσαία στελέχη του κόμματος και η «κλίκα Τίτο-Ράνκοβιτς». Επρόκειτο για σαθρή δικαιολογία η οποία είχε προβληθεί για να κρύψει τα βασανιστήρια και τους εσωτερικούς διωγμούς.

Ο Ζαχαριάδης είχε δώσει εντολή να εξοντώνονται αλύπητα οι διαφωνούντες με την κομματική γραμμή, οι σλαβόφωνοι και τα φιλογιουγκοσλαβικά στοιχεία. Φυσικά για ένα εγκληματικό σύστημα, όπως αυτό του ΚΕΑ, το συγκεκριμένο ήταν πολύ εύκολο, καθώς και οι αντάρτες ήταν απροστάτευτοι. Πάντως η σοβιετική ηγεσία δεν δέχθηκε ολοκληρωτικά τις αλβανικές αιτιάσεις και συνέστησε στο καθεστώς Χότζα να μην προβαίνει σε αυθαίρετες ενέργειες απελάσεων και να επιτρέπει σε όσους θέλουν, να παραμείνουν και να εργαστούν στην Αλβανία. «Στο υποσυνείδητο της σοβιετικής πολιτικής το ελληνικό ζήτημα δεν είχε λήξει» γράφει ο Σ. Ντάγιος και σημειώνει ότι οι Έλληνες αντάρτες στην Αλβανία, κατά την Ε.Σ.Σ.Δ., εξυπηρετούσαν τους μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς της.

Αφισα_του_ΔΣΕ
Αφίσα του ΔΣΕ

Πάντως από τα μέσα του Σεπτεμβρίου 1949 άρχισε η μαζική αναχώρηση από την Αλβανία: αρχικά έφυγαν τα απαχθέντα παιδιά, έπειτα οι οικογένειες και τέλος, οι αιχμάλωτοι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες. Τα ζώα που είχαν μεταφερθεί στην Αλβανία κρατήθηκαν από τις Αρχές της χώρας και πωλήθηκαν σε γεωργικούς συνεταιρισμούς, όπως και όλα τα προσωπικά αντικείμενα όσων έφυγαν από την Αλβανία. Τους επιτράπηκε να μεταφέρουν  μόνο αποσκευές συνολικού βάρους μέχρι δέκα κιλά. Κατά την αναχώρηση των προσφύγων σημειώθηκαν επεισόδια και αψιμαχίες.

Έγιναν συλλήψεις και εκτελέσεις όσων αντιστάθηκαν για εκφοβισμό των υπολοίπων. Η μεταφορά των προσφύγων έγινε με άθλια, παλιά φορτηγά στα λιμάνια του Δυρραχίου και της Αυλώνας και από εκεί με εμπορικά σοβιετικά και ρουμανικά πλοία προς την Πολωνία, τη Ρουμανία και την Ε.Σ.Σ.Δ. Τον Δεκέμβριο του 1949 απομακρύνθηκαν και οι τελευταίοι Έλληνες από την Αλβανία, προς την πολωνική πόλη Γκντίνια. Στη γειτονική μας χώρα παρέμειναν προσωρινά για περίθαλψη μερικές εκατοντάδες μαχητές του ΔΣΕ ως την πλήρη ανάρρωσή τους, άνδρες του ΕΣ, περίπου 500 αιχμάλωτοι προχωρημένης ηλικίας, αλλά και εκατοντάδες άμαχοι κτηνοτρόφοι, κυρίως από την Ήπειρο, που είχαν φύγει για την Αλβανία ως «ανταρτόπληκτοι» μαζί με τα ζώα τους.

Το σχέδιο Ζαχαριάδη-Μπαρτζιώτα για δολιοφθορές στην Ελλάδα

Δεν ήταν όμως μόνο αυτοί. Με εντολή των Ζαχαριάδη και Μπαρτζιώτα παρέμειναν επίσης στην Αλβανία 600 επίλεκτοι καταδρομείς οι οποίοι θα χρησιμοποιούνταν για δολιοφθορές σε ελληνικό έδαφος και ασυρματιστές. Αυτοί μεταφέρθηκαν στον βορρά της Αλβανίας και θα δρούσαν στην Ήπειρο και τη Μακεδονία. Παρέμειναν επίσης 500 Σλαβομακεδόνες στο Μπουρέλι για τον ίδιο λόγο.

Υπολογίζεται ότι όσοι Έλληνες είχαν παραμείνει στην Αλβανία και μπορούσαν να φέρουν όπλα ήταν 1.500-2.000. Σύμφωνα με στοιχεία από την Υπηρεσία Διπλωματικού Ιστορικού Αρχείου (ΥΔΙΑ) του Υπουργείου Εξωτερικών, από την Αλβανία αναχώρησαν 33.000-34.000 Έλληνες. Ως τόποι εκπαίδευσής τους ορίστηκαν η κοιλάδα του Ίσμι στο Ελμπασάν και το Μπουρέλι. 150 έμπιστοι αντάρτες, σύμφωνα με εμπιστευτικούς καταλόγους που έδωσε ο Βασίλης Μπαρτζιώτας, είχαν μεταφερθεί στα γραφεία της αλβανικής Ασφάλειας στους Αγίους Σαράντα, το Αργυρόκαστρο, την Κορυτσά, το Ελμπασάν και την Ερσέκα (κωμόπολη της Αλβανίας κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα, στους πρόποδες του Γράμμου), για οργάνωση μικρών ομάδων πληροφοριοδοτών, που θα αναλάμβαναν άμεσα κατασκοπευτική δράση στην Ελλάδα προς όφελος των μυστικών υπηρεσιών της Αλβανίας (!) και του ΔΣΕ.

Μεχμετ_Σεχου
Μεχμέτ Σέχου

Ο Μπαρτζιώτας («Φάνης»), είχε σχετική πείρα από το 1943, καθώς ήταν από τους οργανωτές της ΟΠΛΑ, ως μέλος της ΚΕ του Κ.Κ.Ε., ενώ ήταν και υπέρμαχος της «σκληρής γραμμής» από το κόμμα. Οι αντάρτες του ΔΣΕ που παρέμειναν στην Αλβανία ήταν αδίστακτοι και ετοιμοπόλεμοι, ικανοί να προκαλέσουν σοβαρές ταραχές στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία και να αποσταθεροποιήσουν τη χώρα μας. Πάντως, οι περισσότεροι δεν ήθελαν να μείνουν στην Αλβανία, αλλά να μεταβούν σε άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ. Για όσο διάστημα παρέμεναν στην Αλβανία θα εργάζονταν και θα γυμνάζονταν. Η εσπευσμένη αναχώρηση των Ελλήνων προσφύγων, η οποία στη συνέχεια δημιούργησε πολλά προβλήματα, έγινε για τους εξής λόγους: για να εξαλειφθεί η απειλή από την Ελλάδα, να δοθεί τέλος στην ελληνική και δυτική προπαγάνδα ότι οι κομμουνιστές ζουν σε βάρος των φτωχών και δύστυχων Αλβανών και για να επιτευχθεί ο διαχωρισμός τιτοϊκών-σταλινικών.

Μετά την αποχώρηση των χιλιάδων Ελλήνων από την Αλβανία και τη μετεγκατάστασή τους σε ανατολικές χώρες, είχαν μείνει όπως αναφέραμε, κυρίως μαχητές του ΔΣΕ που αποτελούσαν την πλειοψηφία και  αιχμάλωτοι άνδρες του Ελληνικού Στρατού. Υπήρχαν επίσης οι άμαχοι και οι κτηνοτρόφοι, οι οποίοι άλλοτε εκλαμβάνονταν ως αντάρτες του ΔΣΕ και άλλοτε ως αιχμάλωτοι. Οι αντάρτες του ΔΣΕ στρατοπέδευσαν στη Λούσνια και οι υπόλοιποι στο Βαλίας, έπειτα στο Σουκθ, στη Λούσνια και αλλού. Οι πρώτοι ονομάστηκαν «δημοκράτες», οι δεύτεροι «μοναρχοφασίστες», ενώ οι ζωοτρόφοι χαρακτηρίστηκαν «βοσκοί» και αφέθηκαν ελεύθεροι, διασκορπισμένοι σε όλη την αλβανική επικράτεια. Αυτοί κατείχαν περίπου 11.000 γιδοπρόβατα. Τέλος, συγκροτήθηκαν και στρατόπεδα εγκλεισμού και καταναγκαστικών έργων, όπου κλείστηκαν οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες.

Για τους «δημοκράτες» ενδιαφέρθηκε το Κ.Κ.Ε., για τους λεγόμενους «μοναρχοφασίστες» η ελληνική κυβέρνηση και κάποιες φορές, για λόγους προπαγάνδας και τακτικής, το Κ.Κ.Ε. Η αλβανική παραδοσιακή ιστοριογραφία αποσιώπησε για πολλά χρόνια την ύπαρξη Ελλήνων αιχμαλώτων και απαχθέντων στρατιωτικών ή έδινε ανακριβείς πληροφορίες γι’ αυτούς.

Dag_Hammarskjld
Dag Hammarskjld

«Δημοκράτες» και «μοναρχοφασίστες» σε αλβανικά στρατόπεδα και φυλακές

Οι αλβανικές Αρχές επιδίωκαν τα στρατόπεδα να έχουν αμιγώς «δημοκρατική» ή «μοναρχοφασιστική» πληθυσμιακή σύνθεση, ύστερα κι από αίτημα της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε., αλλά αυτό δεν τηρήθηκε. Οι Αλβανοί, μετά την είσοδο των Ελλήνων στη χώρα τους, υποχρέωναν τους αιχμαλώτους να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας με τις οποίες ενοχοποιούσαν την Ελλάδα και διαστρέβλωναν τα αληθινά γεγονότα, σχετικά με τον τόπο και τον τρόπο αιχμαλωσίας τους και τα πραγματικά τους «πιστεύω». Οι περισσότερες δηλώσεις αποσπάστηκαν κάτω από κάθε είδους εκβιασμό και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η οργάνωση των εγκλείστων στα στρατόπεδα είχε στρατιωτική δομή. Αυτοί ήταν καταταγμένοι σε ομάδες εργασίας και σιτίζονταν σε κοινές αίθουσες συσσιτίων (menca), πάντα κάτω από την αυστηρή παρακολούθηση των αλβανικών Αρχών.

Οι «δημοκράτες» αντιμετωπίστηκαν ευνοϊκότερα, σε κάποιους μάλιστα επιτράπηκε να ασκήσουν το επάγγελμά τους. Οι στρατοπεδευμένοι είχαν το δικαίωμα να κινούνται μόνο εντός των ορίων της περιφέρειας του στρατοπέδου και μόνο με ειδική άδεια μπορούσαν να μεταβούν σε άλλη περιφέρεια. Αλλά γενικά οι συνθήκες διαβίωσης και των μαχητών του ΔΣΕ ήταν άθλιες. Την άνοιξη του 1952 κλιμάκιο του Κ.Κ.Ε. με τους Ηλία Καρρά και Απόστολο Σπήλιο επισκέφθηκε Έλληνες αντάρτες και αμάχους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στους Αγίους Σαράντα, την Πρεμετή, τη Λούσνια και το Τεπελένι, οι οποίοι είχαν εκφράσει επανειλημμένα παράπονα για τις άθλιες συνθήκες κράτησης, σίτισης και εργασίας. Πολλοί από αυτούς είχαν πεθάνει κάτω από ύποπτες συνθήκες ή είχαν δολοφονηθεί από τους φύλακες, ενώ εκατό κρατούμενοι είχαν προσβληθεί από φυματίωση.

Επίσης αρκετοί προσπάθησαν να δραπετεύσουν, ρισκάροντας την ίδια τους τη ζωή. Ο αντιπρόεδρος της αλβανικής κυβέρνησης Μεχμέτ Σέχου είπε στον Καρρά ότι πολλοί κρατούμενοι ήταν πράκτορες, ενώ 48 άτομα είχαν ήδη καταδικαστεί σε διάφορες ποινές φυλάκισης. Το Κ.Κ.Ε. από την πλευρά του προσπαθούσε να προσηλυτίσει αμάχους και κτηνοτρόφους, μέσω διακίνησης προπαγανδιστικού υλικού, κυρίως της ελληνόφωνης εφημερίδας «Λαϊκό Βήμα», να βρεθούν τρόποι παρακολούθησης του ραδιοφωνικού σταθμού «Ελεύθερη Ελλάδα», αλλά και να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης στα στρατόπεδα.

Μετά την παρέμβαση του Κ.Κ.Ε. το αλβανικό κράτος αύξησε τον μισθό του δεκαπενθήμερου από 150 σε 600 λεκ. Σε ειδική συνεδρίαση το ΠΓ της ΚΕ του Κ.Κ.Ε. αποφάσισε μεταξύ άλλων, να διενεργηθεί γενναία εκκαθάριση μεταξύ υπόπτων και έμπιστων. Η εισαγωγή σε σχολεία ή φροντιστήρια επαγγελματικής κατάρτισης θα γινόταν ύστερα από αυστηρό κομματικό έλεγχο. Οι αλβανικές Αρχές δεν ήθελαν να γίνουν οι επανενώσεις οικογενειών στη χώρα τους αλλά όσοι ήθελαν, μπορούσαν να αναχωρήσουν από την Αλβανία για άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ για να γίνουν οι συνενώσεις εκεί σύμφωνα με ονομαστικούς καταλόγους που είχε κοινοποιήσει το Κ.Κ.Ε. Για επιτήρηση της διαδικασίας αναχώρησης και την επίλυση γενικότερων προβλημάτων πήγε ως απεσταλμένος του Κ.Κ.Ε. στην Αλβανία ο Ορθόδοξος Τοκαλής και έμεινε εκεί ως την άνοιξη του 1954.

july-1949-issu-image

Διαπίστωσε ότι η όλη διαδικασία γινόταν εσπευσμένα και ήταν προβληματική. Ο Τοκαλής διαπίστωσε ότι στη μικρή κοινωνία των ανταρτών και των κτηνοτρόφων συνέβαιναν όσα γίνονται σε οποιαδήποτε ανθρώπινη κοινωνία: απειλές, αντιζηλίες, έρωτες, προδοσίες, μοιχείες, παιδιά που εχθρεύονταν τους γονείς τους για τις επιλογές τους κ.λπ. Καθώς η αποστειρωμένη μαρξιστική κοσμοαντίληψη αγνοούσε όλα αυτά, αυτό έδινε το «δικαίωμα» στο Κ.Κ.Ε. να χαρακτηρίζει τον κόσμο αυτό ως εχθρό, να καταδίδει τους ανθρώπους, να τους φυλακίζει, να τους διχάζει και ευτελίζει για να μπορεί τελικά να τους ελέγχει καλύτερα (ΑΣΚΙ, Αρχείο Κ.Κ.Ε., κουτί 124, φάκ. 7/11/23: Επιστολή στον Γαρέφη, 15 Μαΐου 1956).

Τον Φεβρουάριο του 1955 πήγε στην Αλβανία ο Μιχάλης Δαρόγλου («Γαρέφης») που ανακοίνωσε στους Αλβανούς ότι το Κ.Κ.Ε. αποφάσισε τον επαναπατρισμό όλων των προσφύγων. Ήταν αβέβαιο όμως αν η κυβέρνηση Παπάγου θα δεχόταν κάτι τέτοιο καθώς φοβόταν, όχι αδικαιολόγητα, ότι ένα μέρος τους είχε στρατολογηθεί από ξένες υπηρεσίες και αυτό έθετε σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια. Ιδιαίτερα αρνητική ήταν στα αιτήματα των Σλαβομακεδόνων που είχαν ταυτιστεί με τις κομμουνιστικές απόψεις. Θυμίζουμε ότι το νομικό καθεστώς του επαναπατρισμού το άλλαξε η (πρώτη) κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Με κοινή απόφαση των Υπουργείων Εξωτερικών και Δημόσιας Τάξης (106841/29-12-1982: «Ελεύθερος επαναπατρισμός και απόδοση ελληνικής ιθαγένειας στους πολιτικούς πρόσφυγες», ΦΕΚ 1983/Β/Ι) ορίστηκε ότι μπορούν να επιστρέψουν στην Ελλάδα όλοι οι Έλληνες το γένος που κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949 και λόγω αυτού κατέφυγαν στην αλλοδαπή ως πολιτικοί πρόσφυγες έστω κι αν αποστερήθηκαν της ελληνικής τους ιθαγένειας».

Επανερχόμενοι στους πρόσφυγες στην Αλβανία, να σημειώσουμε ότι ανάμεσα στους κρατούμενους κομμουνιστές υπήρχαν εξοντώσεις και διωγμοί, είτε φανερά είτε στο παρασκήνιο, τις οποίες οι αλβανικές Αρχές ενθάρρυναν για να εξασφαλίζουν συνεργάτες και πληροφοριοδότες. Υπήρχαν δύο αντίπαλες ομάδες, η μία του Θεοδόση Φίλιου (γραμματέα της κομματικής ομάδας) και η δεύτερη του Γιάννη Φωτάκη, ο οποίος αργότερα εγκαταστάθηκε στην Πολωνία. Η πρώτη ομάδα θεωρούσε ότι τα μέλη της ήταν πιστοί στο Κ.Κ.Ε. και μαχητές του ΔΣΕ ενώ τα μέλη της άλλης ήταν ύποπτοι «μοναρχοφασίστες».

Αντίθετα, τα μέλη της δεύτερης ομάδας αρνούνταν πως ήταν ύποπτοι, πως πρόδωσαν την κομμουνιστική ιδεολογία και είχαν παραβιάσει την κομματική γραμμή, καθώς έφυγαν για τη Γιουγκοσλαβία και στη συνέχεια επέστρεψαν στην Αλβανία. Τα πράγματα έφτασαν στα άκρα τον Μάρτιο του 1952 όταν ο Φωτάκης κατηγορήθηκε για βιασμούς, καταχρήσεις και διασπάθιση κομματικών χρημάτων. Έγινε παρέμβαση των Αλβανών που αποκάλυψε ότι ο ίδιος ο αξιωματικός ασφαλείας του στρατοπέδου Μεχίλι ήταν αναμεμειγμένος στα σκάνδαλα. Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση. Γενικότερα στα στρατόπεδα των Ελλήνων συνέβαιναν πολλά γεγονότα που περιγράφει αναλυτικά ο Σταύρος Ντάγιος στο βιβλίο «ΜΕΤΑΞΥ ΑΦΟΣΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΧΥΠΟΨΙΑΣ». Θα ήταν πραγματικά αδύνατο να τα αναφέρουμε όλα στο σημερινό άρθρο.

Ο επαναπατρισμός από την Αλβανία μετά από ελληνικά διαβήματα και η απαράδεκτη συμπεριφορά του καθεστώτος Χότζα

Από τα χρόνια του Εμφυλίου, η ελληνική κυβέρνηση είχε εκφράσει τις ανησυχίες της για τους Έλληνες στρατιωτικούς στην Αλβανία. Στις 5 Νοεμβρίου 1948 το ελληνικό κοινοβούλιο ενέκρινε ψήφισμα διαμαρτυρίας προς τον πολιτισμένο κόσμο για το εγκληματικό «παιδομάζωμα» και τις απαγωγές των ομήρων παρουσία του Αντιπροέδρου της Βουλής των Λόρδων Τέινχαμ. Την 1η Μαΐου 1949 η ελληνική κυβέρνηση έθεσε το θέμα του επαναπατρισμού των απαχθέντων Ελληνοπαίδων και των ομήρων στον Ο.Η.Ε.

Βασιλης_Μπαρτζιωτας
Βασίλης Μπαρτζιώτας

Η διεθνοποίηση του προβλήματος και η εμπλοκή του Ο.Η.Ε. στιγμάτισαν τόσο την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση όσο και την Αλβανία, που πλέον χαρακτηριζόταν ως «μικρός κακοποιός των Βαλκανίων». Το θέμα όμως δεν διευθετήθηκε. Η Γ.Σ. του Ο.Η.Ε. κάλεσε την Αλβανία να επιτρέψει τον επαναπατρισμό των αιχμαλώτων και των απαχθέντων Ελληνοπαίδων, τα Τίρανα όμως κώφευαν παρά τα συντριπτικά στοιχεία που διέθετε σε βάρος τους η διεθνής κοινότητα. Ακόμα και ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, την 1/12/1950 διατύπωσε σε ψήφισμα της Γ.Σ. του Ο.Η.Ε. βαριές κατηγορίες εναντίον της Αλβανίας. Στις 17/3/1953 κι ύστερα από πιέσεις της Αθήνας καταδίκασε εκ νέου την Αλβανία που ισχυριζόταν ψευδώς ότι δεν υπήρχαν Έλληνες στο έδαφός της.

Η αλήθεια είναι βέβαια ότι η κατάσταση ήταν περίπλοκη. Η νομική υπηρεσία του ελληνικού ΥΠΕΞ εκτιμούσε ότι τα συγκεκριμένα άτομα δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν «αιχμάλωτοι πολέμου» γιατί Ελλάδα και Αλβανία δεν είχαν εμπλακεί σε πόλεμο μεταξύ 1945-1949 και γιατί η Αλβανία δεν είχε αναγνωρίσει στον ΔΣΕ την ιδιότητα του εμπολέμου. Σύμφωνα με την Αθήνα έπρεπε τα Τίρανα να επιτρέψουν τον επαναπατρισμό των αιχμαλώτων και αμάχων που στα διεθνή αιτήματα της Ελλάδας δεν χαρακτηρίζονταν «αιχμάλωτοι» αλλά «μέλη των ενόπλων δυνάμεων συλληφθέντα υπό των Ελλήνων συμμοριτών». Η Αλβανία ακόμα κι όταν η Ελλάδα παρουσίασε κατάσταση 116 Ελλήνων αξιωματικών που κρατούνταν βίαια και κατά παράβαση του διεθνούς Δικαίου στο έδαφός της αδιαφόρησε.

Στις αρχές Απριλίου 1954 η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσε ότι η επιστροφή των ομήρων ήταν απαραίτητη για την εξομάλυνση των σχέσεων με την Αλβανία κάτι που κοινοποίησε και στον Σοβιετικό πρέσβη στην Αθήνα. Οι προσπάθειες απέτυχαν και στις αρχές Φεβρουαρίου 1956 η Ελλάδα απευθύνθηκε στον Γάλλο πρέσβη στα Τίρανα που παρέδωσε στον Αλβανό Υπουργό Δικαιοσύνης Vasil Nathanail μια λίστα με 222 Έλληνες στρατιωτικούς τους οποίους η Αθήνα ζητούσε να αφήσει ελεύθερους η Αλβανία. Την ίδια μέρα, ο Γ.Γ. του Ο.Η.Ε. Σουηδός Νταγκ Χάμαρσκγιολντ (που σκοτώθηκε το 1961 σε ένα περίεργο αεροπορικό δυστύχημα στην Αφρική και τα αίτια του οποίου διερευνώνται ακόμα…) διαβίβασε την ίδια λίστα στο Υπουργείο Εξωτερικών της Αλβανίας.

Τα Τίρανα βλέποντας ότι ο κλοιός σφίγγει γύρω τους και καθώς η αναλυτική έκθεση του Υπουργού Εξωτερικών Behar Shtylla προς το ΠΓ της ΚΕ του ΚΕΑ συμπέραινε ότι η περαιτέρω κράτηση των ομήρων ήταν αδύνατη και δεν απέφερε κανένα όφελος αποφάσισαν να αρχίσουν να απελευθερώνουν σταδιακά τους Έλληνες. Μετά από νέες αμφιταλαντεύσεις, στις 20/8/1956 οι πρώτοι Έλληνες αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στο Δυρράχιο όπου το αρματαγωγό «Αλιάκμων» τους παρέλαβε και τους μετέφερε στον Πειραιά στις 24/8/1956, μετά από επταετή περιπλάνηση σε  διάφορα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Ως τον Σεπτέμβριο του 1960 είχαν επαναπατριστεί 340 αιχμάλωτοι και 486 κτηνοτρόφοι και αυτόμολοι μαζί με τα ζωντανά τους. Για τον συντονισμό του επαναπατρισμού δημιουργήθηκαν κοινές διμερείς επιτροπές. Επικεφαλής της ελληνικής ήταν ο Κρίτων Τσιτίδης. Ο επαναπατρισμός σχεδιάστηκε σταδιακά. Το 1961 στο Τσλιρίμι Φίερι είχαν απομείνει 82 Έλληνες πρόσφυγες, 20 από τους οποίους είχαν νυμφευθεί Αλβανίδες και 17 Ελληνίδες. Υπεύθυνοί τους από το Κ.Κ.Ε. ήταν ο Γιώργος Αργυρόπουλος, ενώ εκ μέρους των Αλβανών ήταν ο Σταύρι Κορτσάρι.

Πηγή:
Σταύρος Γ. Ντάγιος, «Έλληνες στρατιωτικοί και στρατιώτες αιχμάλωτοι του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στην Αλβανία: Παρακολούθηση, καταστολή, επαναπατρισμός (1949-1964)» στο συλλογικό «ΜΕΤΑΞΥ ΑΦΟΣΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΧΥΠΟΨΙΑΣ», Εκδόσεις αλεξάνδρεια.
Στο βιβλίο αυτό, σε επιμέλεια Στράτου Ν. Δορδανά-Βάιου Καλογρηά και Νίκου Μαραντζίδη υπάρχουν και κείμενα των: Απόστολου Πατελάκη, Βάιου Καλογρηά, Γεώργιου Χρηστίδη, Ιάκωβου Μιχαηλίδη, Κατερίνας Τσέκου, Κωνσταντίνοτ Κατσάνου, Κωνσταντίνου Τσίβου, Μαγκνταλένα Σέμτσυσυν, Μαρίας Μποντίλα, Νίκου Μαραντζίδη, Σταύρου Γ. Ντάγιου, και Στράτου Δορδανά.
Σχετική βιβλιογραφία: ΣΤΑΥΡΟΣ Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ, «ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΙΑ-50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ», Εκδόσεις Literatus, 2015.
Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Σταύρο Ντάγιο για την άδεια που μας έδωσε να αντλήσουμε στοιχεία από το κείμενό του και τις φωτογραφίες που μας έστειλε.